Τις παρατηρήσεις των γνωστών δικηγόρων Γιάννης Γλύκα και της Χριστίνας Βαθειά επί του άρθρου 51 του κατατεθέντος Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που φέρει τον τίτλο «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών
Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» δημοσιεύει το «Ε5».
- Γράφουν οι δικηγόροι Γιάννης Γλύκας, Χριστίνα Βαθειά
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Χωραφά «το Ποινικόν Δίκαιον είναι ως εκ τηςφύσεως αυτού το τμήμα εκείνον του Δικαίου, το οποίο ευρίσκεται εις την στενοτέρανεπαφήν με τη λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν» 1 . Πράγματι, είναι δεδομένο ότιοι ποινικές υποθέσεις που σχετίζονται με σοβαρότατες παραβιάσεις των διατάξεωντου Ποινικού Κώδικα και των Ειδικών Ποινικών Νόμων συγκεντρώνουν αναμφίβολατο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Στις περιπτώσεις των υποθέσεων αυτών πουσυγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των πολιτών, παρατηρείται προσπάθειαδιαμόρφωσης αντιλήψεων, τιμωρητικών ως επί των πλείστων, μέσω των ΜΜΕ καιδιάφορων μέσων κοινωνικής δικτύωσης με απώτερο σκοπό την άσκηση πίεσηςαφενός προς τις δικαστικές αρχές προκειμένου όπως ληφθεί απόφαση ορισμένοπεριεχομένου, η οποία θα τυγχάνει αρεστή και θα ικανοποιεί τις προσδοκίες τουσυνόλου και αφετέρου προς τις κυβερνητικές αρχές προκειμένου όπως ληφθούνμέτρα δια νεότερων νομοθετικών πράξεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις ηασκηθείσα αυτή εξωγενής πίεση οδηγεί σε νομοθετικές πρωτοβουλίες που βρίθουναστοχιών νομοτεχνικού περιεχομένου που οδηγούν σε σειρά ερμηνευτικών καιπρακτικών προβλημάτων, όπως στην προκείμενη περίπτωση.1 Νικόλαος Χωραφάς, Πινοικόν Δίκαιον, εκδ, 9 η , Αφοί Σάκκουλα, Αθήνα, 1978, 7Η προτεινομένη διάταξη του άρθρου 51 του κατατεθέντος ΣχΝ τουΥπουργείου Δικαιοσύνης, αποτελεί απόδειξη ότι το Υπουργείο κινείται με γνώμονατην ασκηθείσα πίεση, όπως αυτή δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της υπόθεση τηςΠολεοδομίας της Ρόδου. Μάλιστα δεν πρέπει να παροραθή ότι το Υπουργείο άδραξετην «ευκαιρία» και κινείται για ακόμη μια φορά προς επίτευξη της αυστηροποίηση τηςποινικής νομοθεσίας, με μόνο στόχο την μετατροπή της προσωρινής κρατήσεως σεκανόνα κατά παρέκκλιση του Κ.Π.Δ.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, ήτοι με την προσθήκη νέας παρ. 4Αστο άρθρο 290 ΚΠΔ- «Δικαίωμα προσφυγής του εισαγγελέα εφετών σε διάταξηανακριτή για περιοριστικούς όρους» και οι οποία έχει ως εξής: «4Α. Ειδικά ότανεπιβάλλονται, με διάταξη του ανακριτή πλημμελειοδικών και με σύμφωνη γνώμη τουεισαγγελέα πρωτοδικών, στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του, περιοριστικοίόροι, ο εισαγγελέας εφετών, αφού ζητήσει αντίγραφα της δικογραφίας και κρίνει πως με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για ναεπιβληθεί στον κατηγορούμενο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ήπροσωρινή κράτηση, έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από τηνέκδοση της διάταξης, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου εφετών, τοοποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, για τη διατήρηση των όρων ήτην αντικατάστασή τους με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ήπροσωρινή κράτηση, διατάσσοντας ταυτόχρονα την έκδοση σε βάρος τουκατηγορουμένου εντάλματος σύλληψης», επιχειρείται η δομική αλλαγή τη ποινικήςδιαδικασίας στο πλαίσιο της κυρίας ανακρίσεως και δη στις περιπτώσεις πουεπιβάλλονται εις βάρος του κατηγορουμένου με διάταξη του ανακριτή με σύμφωνηγνώμη του εισαγγελέα περιοριστικοί οροί, η οποία επέρχεται με την άμεσηπαρέμβαση του Εισαγγελέα Εφετών στο ανακριτικό έργο, η οποία έρχεται σε ευθείαρήξη με τα αναφερόμενα στην Αιτιολογική Έκθεση του ΚΠΔ περί των αρμοδιοτήτωντου εισαγγελέα εφετών στο ανακριτικό έργο.
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 51 του ΣχΝ αφενός, όπως ορθώς επισημαίνεται από την Ε.Δ.Ε. δια της υπ’ αριθμ. πρωτ. 184/28-04-2025Ανακοινώσεώς της, επιχειρείται όλως εσφαλμένως κατά την Αιτιολογική Έκθεση τουνομοσχεδίου να θεμελιωθεί στην κατ’ άρθρο 32 ΚΠΔ ανώτατη εποπτεία τουανακριτικού έργου από τον εισαγγελέα εφετών και αφετέρου ανατρέπει την μέχρισήμερον «ανέλεγκτη» κρίση της αποφάσεως επί της προσωρινής κράτησης τουκατηγορουμένου από τον ανακριτή και τον εισαγγελέα.Η μοναδική περίπτωση ελέγχου/επανεξέτασης αυτής της κρίσης/ απόφασηςγινόταν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατόπιν προσφυγής τουκατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή της διατάξεως περίεπιβολής περιοριστικών όρων. Πλέον η προτεινόμενη έρχεται να αλλάξει αυτή τηδιαδικασία δίνοντας τη δυνατότητα στον εισαγγελέα Εφετών να προσφύγει ενώπιοντου Συμβουλίου Εφετών αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που οκατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος με ή χωρίς περιοριστικούς ορούς.
Η racio της νέας διάταξης αυτής, ενισχύει την επιθυμία του νομοθέτη στην μεταστροφή τουθεσμού της προσωρινής κρατήσεως σε κανόνα και ουχί σε εξαίρεση, όπως αναφέρεται στον ισχύοντα ΚΠΔ.Η προτεινόμενη διάταξη είναι αρίδηλο ότι θα προκαλέσει ζητήματα καθ’ ύληναρμοδιότητας του δικαστικού οργάνου που θα επιλαμβάνεται του ελέγχου των επιβληθέντων στο κατηγορούμενο μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.
Τούτο διότιστην υποθετική περίπτωση που ο κατηγορούμενος αφεθεί από τον ανακριτή μεσύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, τότε αυτός θαδύναται να προσφύγει κατ’ αρθρο 290 ΚΠΔ κατά της διάταξης περί επιβολήςπεριοριστικών όρων στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο θα αποφασίσειαμετάκλητα την άρση ή την αντικατάσταση με άλλους των περιοριστικών όρων πουέχουν τεθεί.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή επί της ανωτέρω υποθετικής περίπτωσης οΕισαγγελέας Εφετών θα δύναται και αυτός να προσφύγει κατά της διάταξης περίεπιβολής περιοριστικών όρων στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο θα αποφασίσει γιατη διατήρηση των όρων ή την αντικατάστασή τους με κατ’ οίκον περιορισμό μεηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, διατάσσοντας ταυτόχρονα τηνέκδοση σε βάρος του κατηγορουμένου εντάλματος σύλληψης. Συνεπώς, όπωςγίνεται ευκόλως κατανοητό, η υπόθεση εισέρχεται σε παραδοξότητα καθώς η κρίσητων δικαστικών λειτουργών επί της απόφασης τους όπως αφεθεί ο κατηγορουμενοςελεύθερος με περιοριστικούς όρους θα ελέγχεται ταυτοχρόνως από δυο δικαστικούςσχηματισμούς, όπου ο μεν δικαστικός σχηματισμός του ΣυμβουλίουΠλημμελειοδικών μπορεί να αποφασίσει αμετακλήτως επί τα βέλτιω προς τονκατηγορούμενο αίροντας ή αντικαθιστώντας τους επιβληθέντες περιοριστικούς όρουςμε άλλους, χωρίς να δύναται να επιβάλει επαχθέστερους περιοριστικούς όρους 2 και οδε δικαστικός σχηματισμός του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να αποφασίσει επί ταχείρω προς τον κατηγορούμενο αντικαθιστώντας τους περιοριστικούς όρους με κατ’οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση.Επιπροσθέτως, ένα ακόμη ζήτημα το οποίο γεννάται από την ανωτέρωυποθετική περίπτωση έχει να κάνει με το αμετάκλητο της απόφασης Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επί της προσφυγής του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 290 ΚΠΔ.Στην προτεινόμενη διάταξη ουδεμιά αναφορά γίνεται για το εάν η απόφαση τουΣυμβουλίου Εφετών επί της προσφυγής του Εισαγγελέα εφετών θα τυγχάνειαμετάκλητη ή όχι και τι θα συμβαίνει στην περίπτωση που προ της αποφάσεως του2 Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία :Θεωρία – Πράξη – Νομολογία, εκδ 10 η , ΕκδόσειςΣάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2021, 513Συμβουλίου Εφετών επί της προσφυγής του Εισαγγελέως Εφετών εκδοθεί από τοΣυμβούλιο Πλημμελειοδικών απόφαση που δέχεται την προσφυγή κατ΄ άρθρο 290ΚΠΔ του κατηγορουμένου κατά των επιβληθέντων περιοριστικών όρων, η οποία θατυγχάνει αμετάκλητη σύμφωνα με την σε ισχύ διάταξη του 290 ΚΠΔ. Συνεπώς,παρατηρείται σε αυτό το σημείο κενό νόμου το οποίο περιπλέκεται έτι περαιτέρω τηνδιαδικασία.
Καταληκτικά, η προτεινόμενη διάταξη βρίθει αστοχιών τόσο σε λογικό όσο και σε νομικό επίπεδο. Τα ανωτέρω ειρημένα αποτελούν μόνο λίγα από τα πλείσταζητήματα που ανακύπτουν από την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 51 του ΣχΝ.
Είναι προφανές ότι με την διάταξη αυτή δεν υπηρετείται ο δικονομικός σκοπός τωνμέτρων δικονομικού καταναγκασμού, αλλά επιχειρείται μία μορφή προκαταβολικήςτιμωρίας πριν ακόμα φθάσει ο κατηγορούμενος και η ποινική υπόθεση του ενώπιοντου καθ΄ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου ουσίας. Χαρακτηριστική είναι επίσης ηπροχειρότητα του νομοθέτη στην προτεινόμενη διάταξη, η οποία μετουσιώνεται στηνέλλειψη τροποποίησης έστω του τίτλου της διάταξης. Επιπλέον, η προτεινόμενηδιάταξη του άρθρου 51 του ΣχΝ δηλώνει εμφατικώς, μεταξύ άλλων, την έλλειψηεμπιστοσύνης στην δικαστική κρίση, «ευνουχίζοντας» κατά τρόπο απολυτό την κρίσητων δικαστικών λειτουργών που επιλαμβάνονται εκάστης υποθέσεως κατά το στάδιοτης κυρίας ανακρίσεως.
Είναι γεγονός ότι η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 51συνιστά αναντίρρητα μια οπισθοδρόμηση και μια ακόμη προσπάθεια επικράτησης της προσωρινής κρατήσεως έναντι των λοιπών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.